- καλογερόπαπας
- οκαλόγερος που χειροτονήθηκε παπάς, ιερομόναχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλογερόπαπας — ο (Μ καλογερόπαπας) μοναχός που χειροτονήθηκε ιερέας … Dictionary of Greek
ιερομόναχος — ο ο μοναχός (καλόγερος) που χειροτονήθηκε ιερέας, καλογερόπαπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)